Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀψόφητος
ἄψ
ἄψυκτος
ἀψυχία
ἄψυχος
ἄω
ἄω
ἄω
ἀωρία
ἀωρί
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἀωτέω
ἄωτον
βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
View word page
ἀωρόνυκτος
ἀωρόνυκτος νύξ at midnight, Aesch.

ShortDef

at midnight

Debugging

Headword:
ἀωρόνυκτος
Headword (normalized):
ἀωρόνυκτος
Headword (normalized/stripped):
αωρονυκτος
IDX:
5975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5979
Key:
a)wro/nuktos

Data

{'content': 'ἀωρόνυκτος\n νύξ\n at midnight, Aesch.', 'key': 'a)wro/nuktos'}