Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψήφιστος
ἁψιδόομαι
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἀψίνθιον
ἄψινθος
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἀψόφητος
ἄψ
ἄψυκτος
View word page
ἁψιμαχία
ἁψιμαχία from ἁψίμαχος a skirmishing, Aeschin.

ShortDef

a skirmishing

Debugging

Headword:
ἁψιμαχία
Headword (normalized):
ἁψιμαχία
Headword (normalized/stripped):
αψιμαχια
IDX:
5957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5961
Key:
a(yimaxi/a

Data

{'content': 'ἁψιμαχία\n from ἁψίμαχος\n a skirmishing, Aeschin.', 'key': 'a(yimaxi/a'}