Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψήφιστος
ἁψιδόομαι
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἀψίνθιον
ἄψινθος
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἀψόφητος
View word page
ἁψίκορος
ἁψίκορος ἅπτομαι, κόρος satisfied with touching, i. e. fastidious, dainty, Plat.:— τὸ ἁψ. fastidiousness, Plut., Luc.
ShortDef
satisfied with touching
Debugging
Headword:
ἁψίκορος
Headword (normalized):
ἁψίκορος
Headword (normalized/stripped):
αψικορος
IDX:
5955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5959
Key:
a(yi/koros
Data
{'content': 'ἁψίκορος\n ἅπτομαι, κόρος\n satisfied with touching, i. e. fastidious, dainty, Plat.:— τὸ ἁψ. fastidiousness, Plut., Luc.', 'key': 'a(yi/koros'}