Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄχρι
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἀχυρμιά
ἄχυρον
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψήφιστος
ἁψιδόομαι
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἀψίνθιον
View word page
ἀψεγής
ἀψεγής ψέγω unblamed, blameless, Soph.

ShortDef

unblamed, blameless

Debugging

Headword:
ἀψεγής
Headword (normalized):
ἀψεγής
Headword (normalized/stripped):
αψεγης
IDX:
5949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5953
Key:
a)yegh/s

Data

{'content': 'ἀψεγής\n ψέγω\n unblamed, blameless, Soph.', 'key': 'a)yegh/s'}