Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχρηματία
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστία
ἄχρηστος
ἄχρι
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἀχυρμιά
ἄχυρον
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψήφιστος
View word page
ἀχυρμιά
ἀχυρμιά ἄχυρον a heap of chaff, Il., Anth.
ShortDef
a heap of chaff
Debugging
Headword:
ἀχυρμιά
Headword (normalized):
ἀχυρμιά
Headword (normalized/stripped):
αχυρμια
IDX:
5943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5947
Key:
a)xurmia/
Data
{'content': 'ἀχυρμιά\n ἄχυρον\n a heap of chaff, Il., Anth.', 'key': 'a)xurmia/'}