Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστία
ἄχρηστος
ἄχρι
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἀχυρμιά
ἄχυρον
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
View word page
ἄχρωστος
ἄχρωστος χρῴζω untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.
ShortDef
untouched
Debugging
Headword:
ἄχρωστος
Headword (normalized):
ἄχρωστος
Headword (normalized/stripped):
αχρωστος
IDX:
5942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5946
Key:
a)/xrwstos
Data
{'content': 'ἄχρωστος\n χρῴζω\n untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.', 'key': 'a)/xrwstos'}