Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄχος
ἄχραντος
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστία
ἄχρηστος
ἄχρι
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἀχυρμιά
ἄχυρον
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχώριστος
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἀψεύδεια
View word page
ἀχρώματος
ἀχρώματος χρῶμα colourless, Plat.
ShortDef
colourless
Debugging
Headword:
ἀχρώματος
Headword (normalized):
ἀχρώματος
Headword (normalized/stripped):
αχρωματος
IDX:
5940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5944
Key:
a)xrw/matos
Data
{'content': 'ἀχρώματος\n χρῶμα\n colourless, Plat.', 'key': 'a)xrw/matos'}