Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄχνοος
ἄχολος
ἀχόρευτος
ἄχορος
ἄχος
ἄχραντος
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστία
ἄχρηστος
ἄχρι
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἀχυρμιά
ἄχυρον
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
View word page
ἀχρήμων
ἀχρήμων χρήματα without money, poor, needy, Solon, Eur.

ShortDef

without money, poor, needy

Debugging

Headword:
ἀχρήμων
Headword (normalized):
ἀχρήμων
Headword (normalized/stripped):
αχρημων
IDX:
5936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5940
Key:
a)xrh/mwn

Data

{'content': 'ἀχρήμων\n χρήματα\n without money, poor, needy, Solon, Eur.', 'key': 'a)xrh/mwn'}