Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλύς
ἀχλύω
ἄχνη
ἄχνοος
ἄχολος
ἀχόρευτος
ἄχορος
ἄχος
ἄχραντος
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρήματος
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρηστία
ἄχρηστος
ἄχρι
ἀχρώματος
View word page
ἄχος
ἄχος pain, distress, Hom., Pind., Attic Poets.
ShortDef
pain, distress
Debugging
Headword:
ἄχος
Headword (normalized):
ἄχος
Headword (normalized/stripped):
αχος
IDX:
5930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5934
Key:
a)/xos
Data
{'content': 'ἄχος\n pain, distress, Hom., Pind., Attic Poets.', 'key': 'a)/xos'}