Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχθοφορέω
ἀχθοφόρος
Ἀχίλλειος
Ἀχιλλεύς
ἀχίτων
ἀχλαινία
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλύς
ἀχλύω
ἄχνη
ἄχνοος
ἄχολος
ἀχόρευτος
ἄχορος
ἄχος
ἄχραντος
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρήματος
View word page
ἀχλύω
ἀχλύω From ἀχλύς to be or grow dark, Od.
ShortDef
to be or grow dark
Debugging
Headword:
ἀχλύω
Headword (normalized):
ἀχλύω
Headword (normalized/stripped):
αχλυω
IDX:
5924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5928
Key:
a)xlu/w
Data
{'content': 'ἀχλύω\n From ἀχλύς\n to be or grow dark, Od.', 'key': 'a)xlu/w'}