Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχείμαντος
ἀχειροποίητος
ἄχειρ
ἀχείρωτος
Ἀχελωΐδες
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερόντιος
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχεύω
ἀχέω
ἀχηνία
View word page
ἄχειρ
ἄχειρ χείρ without hands: τὰ ἄχειρα of the hinder parts of the body, Xen. Also ἄχειρος.

ShortDef

without hands

Debugging

Headword:
ἄχειρ
Headword (normalized):
ἄχειρ
Headword (normalized/stripped):
αχειρ
IDX:
5897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5901
Key:
a)/xeiros

Data

{'content': 'ἄχειρ\n χείρ\n without hands: τὰ ἄχειρα of the hinder parts of the body, Xen. Also ἄχειρος.', 'key': 'a)/xeiros'}