Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
View word page
ἄβροχος
ἄβροχος βρέχω unwetted, unmoistened, Aeschin.: wanting rain, waterless, Eur.
ShortDef
unwetted, unmoistened
Debugging
Headword:
ἄβροχος
Headword (normalized):
ἄβροχος
Headword (normalized/stripped):
αβροχος
IDX:
59
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n59
Key:
a)/broxos
Data
{'content': 'ἄβροχος\n βρέχω\n unwetted, unmoistened, Aeschin.: wanting rain, waterless, Eur.', 'key': 'a)/broxos'}