Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχείμαντος
ἀχειροποίητος
ἄχειρ
ἀχείρωτος
Ἀχελωΐδες
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερόντιος
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
View word page
Ἀχαρνικός
Ἀχαρνικός belonging to or of Acharnae, Ar.
ShortDef
belonging to or of Acharnae
Debugging
Headword:
Ἀχαρνικός
Headword (normalized):
ἀχαρνικός
Headword (normalized/stripped):
αχαρνικος
IDX:
5894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5898
Key:
*)axarniko/s
Data
{'content': 'Ἀχαρνικός\n belonging to or of Acharnae, Ar.', 'key': '*)axarniko/s'}