Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχείμαντος
ἀχειροποίητος
ἄχειρ
ἀχείρωτος
Ἀχελωΐδες
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερόντιος
ἀχερωΐς
View word page
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνεύς an inhabitant of Acharnae, pl. Ἀχαρνεῖς, poet. Ἀχαρνηΐδαι Ar.
ShortDef
an inhabitant of Acharnae
Debugging
Headword:
Ἀχαρνεύς
Headword (normalized):
ἀχαρνεύς
Headword (normalized/stripped):
αχαρνευς
IDX:
5893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5897
Key:
*)axarneu/s
Data
{'content': 'Ἀχαρνεύς\n an inhabitant of Acharnae, pl. Ἀχαρνεῖς, poet. Ἀχαρνηΐδαι Ar.', 'key': '*)axarneu/s'}