Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχείμαντος
ἀχειροποίητος
ἄχειρ
ἀχείρωτος
View word page
ἀχαριστέω
ἀχαριστέω From ἀχάριστος to be thankless, shew ingratitude, Xen. = οὐ χαρίζομαι, to discourage, τινί Plat.;
ShortDef
to be thankless, shew ingratitude
Debugging
Headword:
ἀχαριστέω
Headword (normalized):
ἀχαριστέω
Headword (normalized/stripped):
αχαριστεω
IDX:
5888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5892
Key:
a)xariste/w
Data
{'content': 'ἀχαριστέω\n From ἀχάριστος\n to be thankless, shew ingratitude, Xen.\n = οὐ χαρίζομαι, to discourage, τινί Plat.;', 'key': 'a)xariste/w'}