Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
ἀχαΐνης
Ἀχαιός
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
View word page
ἀχάλκωτος
ἀχάλκωτος χαλκόω not brasened; without money, Anth.
ShortDef
not brasened; without money
Debugging
Headword:
ἀχάλκωτος
Headword (normalized):
ἀχάλκωτος
Headword (normalized/stripped):
αχαλκωτος
IDX:
5883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5887
Key:
a)xa/lkwtos
Data
{'content': 'ἀχάλκωτος\n χαλκόω\n not brasened; without money, Anth.', 'key': 'a)xa/lkwtos'}