Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀχαΐα
Ἀχαία
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
ἀχαΐνης
Ἀχαιός
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
View word page
ἀχαλκέω
ἀχαλκέω From ἄχαλκος to be penniless, Anth.

ShortDef

to be penniless

Debugging

Headword:
ἀχαλκέω
Headword (normalized):
ἀχαλκέω
Headword (normalized/stripped):
αχαλκεω
IDX:
5881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5885
Key:
a)xalke/w

Data

{'content': 'ἀχαλκέω\n From ἄχαλκος\n to be penniless, Anth.', 'key': 'a)xalke/w'}