Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφύσσω
ἀφώνητος
ἄφωνος
Ἀχαΐα
Ἀχαία
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
ἀχαΐνης
Ἀχαιός
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
View word page
ἀχαλίνωτος
ἀχαλίνωτος without bridle, Xen.
ShortDef
without bridle
Debugging
Headword:
ἀχαλίνωτος
Headword (normalized):
ἀχαλίνωτος
Headword (normalized/stripped):
αχαλινωτος
IDX:
5878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5882
Key:
a)xali/nwtos
Data
{'content': 'ἀχαλίνωτος\n without bridle, Xen.', 'key': 'a)xali/nwtos'}