Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφυσγετός
ἀφύσσω
ἀφώνητος
ἄφωνος
Ἀχαΐα
Ἀχαία
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
ἀχαΐνης
Ἀχαιός
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
View word page
ἀχάλινος
ἀχάλινος unbridled, Eur., Ar., etc.
ShortDef
unbridled
Debugging
Headword:
ἀχάλινος
Headword (normalized):
ἀχάλινος
Headword (normalized/stripped):
αχαλινος
IDX:
5877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5881
Key:
a)xa/linos
Data
{'content': 'ἀχάλινος\n unbridled, Eur., Ar., etc.', 'key': 'a)xa/linos'}