Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀηδώ
ἀήθεια
ἀηθέσσω
ἀήθης
ἀηθία
ἄημα
ἄημι
ἀήρ
ἄησις
ἀήσσητος
ἀήσυλος
ἀήσυρος
ἀήτη
ἀήτης
ἄητος
ἀθαλάσσωτος
ἀθαλής
ἀθαλπής
ἀθαμβής
ἀθανασία
ἀθανατίζω
View word page
ἀήσυλος
ἀήσυλος for αἴσυλος wicked, Il.
ShortDef
wicked
Debugging
Headword:
ἀήσυλος
Headword (normalized):
ἀήσυλος
Headword (normalized/stripped):
αησυλος
IDX:
586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n586
Key:
a)h/sulos
Data
{'content': 'ἀήσυλος\n for αἴσυλος\n wicked, Il.', 'key': 'a)h/sulos'}