Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀηδών
ἀηδώ
ἀήθεια
ἀηθέσσω
ἀήθης
ἀηθία
ἄημα
ἄημι
ἀήρ
ἄησις
ἀήσσητος
ἀήσυλος
ἀήσυρος
ἀήτη
ἀήτης
ἄητος
ἀθαλάσσωτος
ἀθαλής
ἀθαλπής
ἀθαμβής
ἀθανασία
View word page
ἀήσσητος
ἀήσσητος ἡσσάομαι unconquered, Thuc., Dem. unconquerable, Plat.

ShortDef

unconquered

Debugging

Headword:
ἀήσσητος
Headword (normalized):
ἀήσσητος
Headword (normalized/stripped):
αησσητος
IDX:
585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n585
Key:
a)h/sshtos

Data

{'content': 'ἀήσσητος\n ἡσσάομαι\n unconquered, Thuc., Dem.\n unconquerable, Plat.', 'key': 'a)h/sshtos'}