Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωσις
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἄφρακτος
ἄφραστος
ἀφρέω
ἀφρηλόγος
ἀφρηστής
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
ἀφριόεις
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
View word page
ἀφραίνω
ἀφραίνω ἄφρων to be silly, senseless, Hom.

ShortDef

to be silly, senseless

Debugging

Headword:
ἀφραίνω
Headword (normalized):
ἀφραίνω
Headword (normalized/stripped):
αφραινω
IDX:
5832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5836
Key:
a)frai/nw

Data

{'content': 'ἀφραίνω\n ἄφρων\n to be silly, senseless, Hom.', 'key': 'a)frai/nw'}