Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφοριστέος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωσις
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἄφρακτος
ἄφραστος
ἀφρέω
ἀφρηλόγος
ἀφρηστής
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
View word page
ἀφραδής
ἀφραδής φράζομαι insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.
ShortDef
insensate, reckless
Debugging
Headword:
ἀφραδής
Headword (normalized):
ἀφραδής
Headword (normalized/stripped):
αφραδης
IDX:
5829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5833
Key:
a)fradh/s
Data
{'content': 'ἀφραδής\n φράζομαι\n insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.', 'key': 'a)fradh/s'}