Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφοριστέος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωσις
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἄφρακτος
ἄφραστος
ἀφρέω
View word page
ἀφόρυκτος
ἀφόρυκτος φορύσσω unspotted, unstained, Anth.

ShortDef

unspotted, unstained

Debugging

Headword:
ἀφόρυκτος
Headword (normalized):
ἀφόρυκτος
Headword (normalized/stripped):
αφορυκτος
IDX:
5825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5829
Key:
a)fo/ruktos

Data

{'content': 'ἀφόρυκτος\n φορύσσω\n unspotted, unstained, Anth.', 'key': 'a)fo/ruktos'}