Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφοριστέος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωσις
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφράδμων
ἀφραίνω
View word page
ἀφόρμικτος
ἀφόρμικτος φορμίζω without the lyre, Aesch.
ShortDef
without the lyre
Debugging
Headword:
ἀφόρμικτος
Headword (normalized):
ἀφόρμικτος
Headword (normalized/stripped):
αφορμικτος
IDX:
5822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5826
Key:
a)fo/rmiktos
Data
{'content': 'ἀφόρμικτος\n φορμίζω\n without the lyre, Aesch.', 'key': 'a)fo/rmiktos'}