Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφοριστέος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωσις
ἀφραδέω
ἀφραδής
View word page
ἀφοριστέος
ἀφοριστέος verb. adj. of ἀφορίζω one must put aside, Arist.
ShortDef
one must put aside
Debugging
Headword:
ἀφοριστέος
Headword (normalized):
ἀφοριστέος
Headword (normalized/stripped):
αφοριστεος
IDX:
5819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5823
Key:
a)foriste/os
Data
{'content': 'ἀφοριστέος\n verb. adj. of ἀφορίζω\n one must put aside, Arist.', 'key': 'a)foriste/os'}