Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφόβητος
ἀφοβία
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφοριστέος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἄφορος
ἀφόρυκτος
ἀφοσιόω
View word page
ἀφόρητος
ἀφόρητος intolerable, insufferable, Hdt., Thuc.

ShortDef

intolerable, insufferable

Debugging

Headword:
ἀφόρητος
Headword (normalized):
ἀφόρητος
Headword (normalized/stripped):
αφορητος
IDX:
5816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5820
Key:
a)fo/rhtos

Data

{'content': 'ἀφόρητος\n intolerable, insufferable, Hdt., Thuc.', 'key': 'a)fo/rhtos'}