Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
ἀφοράω
ἀφόρητος
View word page
ἀφόβητος
ἀφόβητος φοβέομαι without fear of, δίκης Soph.: absol. fearless, Anth.
ShortDef
without fear of
Debugging
Headword:
ἀφόβητος
Headword (normalized):
ἀφόβητος
Headword (normalized/stripped):
αφοβητος
IDX:
5806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5810
Key:
a)fo/bhtos
Data
{'content': 'ἀφόβητος\n φοβέομαι\n without fear of, δίκης Soph.: absol. fearless, Anth.', 'key': 'a)fo/bhtos'}