Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
ἀφοράω
View word page
ἄφνω
ἄφνω unawares, of a sudden, Eur., Thuc.; cf. ἐξ-αίφνης.

ShortDef

unawares, of a sudden

Debugging

Headword:
ἄφνω
Headword (normalized):
ἄφνω
Headword (normalized/stripped):
αφνω
IDX:
5805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5809
Key:
a)/fnw

Data

{'content': 'ἄφνω\n unawares, of a sudden, Eur., Thuc.; cf. ἐξ-αίφνης.', 'key': 'a)/fnw'}