Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζω
View word page
ἀφνειός
ἀφνειός ἄφενος rich, wealthy, Il.; c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο rich in substance, Hom.; c. acc., Hes.; c. dat., Theocr.

ShortDef

rich, wealthy

Debugging

Headword:
ἀφνειός
Headword (normalized):
ἀφνειός
Headword (normalized/stripped):
αφνειος
IDX:
5804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5807
Key:
a)fneio/s

Data

{'content': 'ἀφνειός\n ἄφενος\n rich, wealthy, Il.; c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο rich in substance, Hom.; c. acc., Hes.; c. dat., Theocr.', 'key': 'a)fneio/s'}