Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφίλητος
ἀφιλόσοφος
ἄφιλος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβία
View word page
ἀφιππία
ἀφιππία From ἄφιππος awkwardness in riding, Xen.

ShortDef

awkwardness in riding

Debugging

Headword:
ἀφιππία
Headword (normalized):
ἀφιππία
Headword (normalized/stripped):
αφιππια
IDX:
5797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5800
Key:
a)fippi/a

Data

{'content': 'ἀφιππία\n From ἄφιππος\n awkwardness in riding, Xen.', 'key': 'a)fippi/a'}