Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφιλάργυρος
ἀφίλητος
ἀφιλόσοφος
ἄφιλος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνω
ἀφόβητος
View word page
ἀφιππεύω
ἀφιππεύω to ride off, away, or back, Xen.

ShortDef

to ride off, away

Debugging

Headword:
ἀφιππεύω
Headword (normalized):
ἀφιππεύω
Headword (normalized/stripped):
αφιππευω
IDX:
5796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5799
Key:
a)fippeu/w

Data

{'content': 'ἀφιππεύω\n to ride off, away, or back, Xen.', 'key': 'a)fippeu/w'}