Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφιδρύω
ἀφιερόω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφιλάγαθος
ἀφιλάργυρος
ἀφίλητος
ἀφιλόσοφος
ἄφιλος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἄφλαστον
View word page
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοστάχυος without ears of corn, starving, Anth.

ShortDef

without ears of grain, starving

Debugging

Headword:
ἀφιλοστάχυος
Headword (normalized):
ἀφιλοστάχυος
Headword (normalized/stripped):
αφιλοσταχυος
IDX:
5790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5793
Key:
a)filosta/xuos

Data

{'content': 'ἀφιλοστάχυος\n without ears of corn, starving, Anth.', 'key': 'a)filosta/xuos'}