Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄφθαρτος
ἄφθεγκτος
ἄφθιτος
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
ἀφθορία
ἄφθορος
ἀφιδρύω
ἀφιερόω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφιλάγαθος
ἀφιλάργυρος
ἀφίλητος
ἀφιλόσοφος
ἄφιλος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοτιμία
View word page
ἀφιερόω
ἀφιερόω to purify, hallow: Pass., perf. ταῦτʼ ἀφιερώμεθα I have had these expiatory rites performed, Aesch.
ShortDef
to purify, hallow
Debugging
Headword:
ἀφιερόω
Headword (normalized):
ἀφιερόω
Headword (normalized/stripped):
αφιεροω
IDX:
5781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5784
Key:
a)fiero/w
Data
{'content': 'ἀφιερόω\n to purify, hallow: Pass., perf. ταῦτʼ ἀφιερώμεθα I have had these expiatory rites performed, Aesch.', 'key': 'a)fiero/w'}