Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφήγημα
ἀφήγησις
ἀφηγητήρ
ἀφηδύνω
ἀφήκω
ἀφῆλιξ
ἄφημαι
ἁφή
ἀφήτωρ
ἀφθαρσία
ἄφθαρτος
ἄφθεγκτος
ἄφθιτος
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
ἀφθορία
ἄφθορος
ἀφιδρύω
ἀφιερόω
View word page
ἄφθαρτος
ἄφθαρτος φθείρω uncorrupted, incorruptible, Arist., etc.
ShortDef
uncorrupted, incorruptible
Debugging
Headword:
ἄφθαρτος
Headword (normalized):
ἄφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
αφθαρτος
IDX:
5771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5774
Key:
a)/fqartos
Data
{'content': 'ἄφθαρτος\n φθείρω\n uncorrupted, incorruptible, Arist., etc.', 'key': 'a)/fqartos'}