Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφεδρών
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκτέος
ἀφελής
ἀφέλκω
ἀφελότης
ἄφενος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἀφέρπω
ἄφερτος
ἄφεσις
ἀφεστήξω
ἀφετέος
ἀφετήριος
ἄφετος
ἀφεύω
ἀφέψω
ἀφηγέομαι
View word page
ἀφερμηνεύω
ἀφερμηνεύω to interpret, expound, Plat.

ShortDef

to interpret, expound

Debugging

Headword:
ἀφερμηνεύω
Headword (normalized):
ἀφερμηνεύω
Headword (normalized/stripped):
αφερμηνευω
IDX:
5750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5753
Key:
a)fermhneu/w

Data

{'content': 'ἀφερμηνεύω\n to interpret, expound, Plat.', 'key': 'a)fermhneu/w'}