Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφεγγής
ἀφεδρών
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκτέος
ἀφελής
ἀφέλκω
ἀφελότης
ἄφενος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἀφέρπω
ἄφερτος
ἄφεσις
ἀφεστήξω
ἀφετέος
ἀφετήριος
ἄφετος
ἀφεύω
ἀφέψω
View word page
ἄφερκτος
ἄφερκτος ἀπείργω shut out from a place, Aesch.

ShortDef

shut out from

Debugging

Headword:
ἄφερκτος
Headword (normalized):
ἄφερκτος
Headword (normalized/stripped):
αφερκτος
IDX:
5749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5752
Key:
a)/ferktos

Data

{'content': 'ἄφερκτος\n ἀπείργω\n shut out from a place, Aesch.', 'key': 'a)/ferktos'}