Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀφαρπάζω
ἄφαρ
ἀφάρτερος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυρός
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφεγγής
ἀφεδρών
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκτέος
ἀφελής
ἀφέλκω
ἀφελότης
ἄφενος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
View word page
ἀφεδρών
ἀφεδρών ἑδρα a privy, NTest.

ShortDef

a privy

Debugging

Headword:
ἀφεδρών
Headword (normalized):
ἀφεδρών
Headword (normalized/stripped):
αφεδρων
IDX:
5740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5743
Key:
a)fedrw/n

Data

{'content': 'ἀφεδρών\n ἑδρα\n a privy, NTest.', 'key': 'a)fedrw/n'}