Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἅφαιστος
ἀφάλλομαι
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἀφάνεια
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανιστέος
ἄφαντος
ἀφάπτω
ἄφαρκτος
ἀφαρπάζω
ἄφαρ
ἀφάρτερος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυρός
View word page
ἀφανιστέος
ἀφανιστέος verb. adj. of ἀφανίζω to be suppressed, Isocr.
ShortDef
to be suppressed
Debugging
Headword:
ἀφανιστέος
Headword (normalized):
ἀφανιστέος
Headword (normalized/stripped):
αφανιστεος
IDX:
5726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5729
Key:
a)faniste/os
Data
{'content': 'ἀφανιστέος\n verb. adj. of ἀφανίζω\n to be suppressed, Isocr.', 'key': 'a)faniste/os'}