Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀφαγνίζω
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
Ἅφαιστος
ἀφάλλομαι
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἀφάνεια
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανιστέος
ἄφαντος
ἀφάπτω
ἄφαρκτος
ἀφαρπάζω
ἄφαρ
View word page
ἀφανδάνω
ἀφανδάνω to displease, not to please, Od., Hdt., Soph.
ShortDef
to displease, not to please
Debugging
Headword:
ἀφανδάνω
Headword (normalized):
ἀφανδάνω
Headword (normalized/stripped):
αφανδανω
IDX:
5721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5724
Key:
a)fanda/nw
Data
{'content': 'ἀφανδάνω\n to displease, not to please, Od., Hdt., Soph.', 'key': 'a)fanda/nw'}