Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὔω
ἀφαγνίζω
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
Ἅφαιστος
ἀφάλλομαι
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἀφάνεια
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανιστέος
ἄφαντος
ἀφάπτω
ἄφαρκτος
ἀφαρπάζω
View word page
ἀφαμαρτοεπής
ἀφαμαρτοεπής ἔπος random-talking, Il.
ShortDef
random-talking
Debugging
Headword:
ἀφαμαρτοεπής
Headword (normalized):
ἀφαμαρτοεπής
Headword (normalized/stripped):
αφαμαρτοεπης
IDX:
5720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5723
Key:
a)famartoeph/s
Data
{'content': 'ἀφαμαρτοεπής\n ἔπος\n random-talking, Il.', 'key': 'a)famartoeph/s'}