Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐχμός
αὐχμώδης
αὔω
αὔω
ἀφαγνίζω
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
Ἅφαιστος
ἀφάλλομαι
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἀφάνεια
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανιστέος
ἄφαντος
View word page
ἀφάλλομαι
ἀφάλλομαι to spring off or from, ἐκ νεώς Aesch.; ἀφήλατο jumped off, Ar. to rebound, glance off, Anth.

ShortDef

to spring off

Debugging

Headword:
ἀφάλλομαι
Headword (normalized):
ἀφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αφαλλομαι
IDX:
5717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5720
Key:
a)fa/llomai

Data

{'content': 'ἀφάλλομαι\n to spring off or from, ἐκ νεώς Aesch.; ἀφήλατο jumped off, Ar.\n to rebound, glance off, Anth.', 'key': 'a)fa/llomai'}