Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
View word page
ἄβροτος
ἄβροτος immortal, divine, holy, νὺξ ἀβρότη, either holy Night, as a divinity, (like ἱερὸν κνέφας, ἱερὸν ἦμαρ), or never failing (like ἄφθιτος ἠώς), Il.; ἔπη ἄβροτα holy hymns, Soph. without men, solitary, Aesch.

ShortDef

immortal, divine, holy

Debugging

Headword:
ἄβροτος
Headword (normalized):
ἄβροτος
Headword (normalized/stripped):
αβροτος
IDX:
57
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n57
Key:
a)/brotos

Data

{'content': 'ἄβροτος\n immortal, divine, holy, νὺξ ἀβρότη, either holy Night, as a divinity, (like ἱερὸν κνέφας, ἱερὸν ἦμαρ), or never failing (like ἄφθιτος ἠώς), Il.; ἔπη ἄβροτα holy hymns, Soph.\n without men, solitary, Aesch.', 'key': 'a)/brotos'}