Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωνος
αὐτόφωρος
αὐτοχειρία
αὐτόχειρ
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοψία
αὔτως
αὐχενίζω
αὐχένιος
αὐχέω
αὐχήεις
αὔχημα
αὐχήν
αὔχησις
View word page
αὐτοχόωνος
αὐτοχόωνος χόανος Epic for αὐτοχόανος, αὐτόχωνος rudely cast, massive, of a lump of iron used as a quoit, Il.
ShortDef
rudely cast, massive
Debugging
Headword:
αὐτοχόωνος
Headword (normalized):
αὐτοχόωνος
Headword (normalized/stripped):
αυτοχοωνος
IDX:
5694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5697
Key:
au)toxo/wnos
Data
{'content': 'αὐτοχόωνος\n χόανος\n Epic for αὐτοχόανος, αὐτόχωνος\n rudely cast, massive, of a lump of iron used as a quoit, Il.', 'key': 'au)toxo/wnos'}