Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωνος
αὐτόφωρος
αὐτοχειρία
αὐτόχειρ
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοψία
αὔτως
αὐχενίζω
αὐχένιος
View word page
αὐτοχειρία
αὐτοχειρία From αὐτόχειρ murder perpetrated by oneʼs own hand, Plat.: dat. αὐτοχειρίαι, Ionic -ίηι, with oneʼs own hand, αὐτ. κτείνειν Hdt., etc.

ShortDef

murder perpetrated by one's own hand

Debugging

Headword:
αὐτοχειρία
Headword (normalized):
αὐτοχειρία
Headword (normalized/stripped):
αυτοχειρια
IDX:
5689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5692
Key:
au)toxeiri/a

Data

{'content': 'αὐτοχειρία\n From αὐτόχειρ\n murder perpetrated by oneʼs own hand, Plat.: dat. αὐτοχειρίαι, Ionic -ίηι, with oneʼs own hand, αὐτ. κτείνειν Hdt., etc.', 'key': 'au)toxeiri/a'}