Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζηχής
ἅζομαι
ἄζυγος
ἄζυμος
ἄζυξ
ἄζω
ἄζωστος
ἀηδής
ἀηδία
ἀηδονιδεύς
ἀηδόνιος
ἀηδονίς
ἀηδών
ἀηδώ
ἀήθεια
ἀηθέσσω
ἀήθης
View word page
ἄζωστος
ἄζωστος ζώννυμι ungirt, from hurry, Hes.
ShortDef
ungirt
Debugging
Headword:
ἄζωστος
Headword (normalized):
ἄζωστος
Headword (normalized/stripped):
αζωστος
IDX:
569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n569
Key:
a)/zwstos
Data
{'content': 'ἄζωστος\n ζώννυμι\n ungirt, from hurry, Hes.', 'key': 'a)/zwstos'}