Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωνος
αὐτόφωρος
αὐτοχειρία
αὐτόχειρ
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοψία
View word page
αὐτόφυτος
αὐτόφυτος self-caused, ἕλκεα Pind. natural, αὐτ. ἐργασία, αὐτουργία, i. e. agriculture, Arist.

ShortDef

self-caused

Debugging

Headword:
αὐτόφυτος
Headword (normalized):
αὐτόφυτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοφυτος
IDX:
5686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5689
Key:
au)to/futos

Data

{'content': 'αὐτόφυτος\n self-caused, ἕλκεα Pind.\n natural, αὐτ. ἐργασία, αὐτουργία, i. e. agriculture, Arist.', 'key': 'au)to/futos'}