Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωνος
αὐτόφωρος
αὐτοχειρία
αὐτόχειρ
View word page
αὐτόφι
αὐτόφι Epic gen. and dat. sg. and pl. of αὐτός Hom.; ἀπ. αὐτόφιν, παρʼ αὐτόφιν or -φι, from the very spot, Il.; ἐπʼ αὐτόφιν on the spot, Il.

ShortDef

the very spot

Debugging

Headword:
αὐτόφι
Headword (normalized):
αὐτόφι
Headword (normalized/stripped):
αυτοφι
IDX:
5680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5683
Key:
au)to/fi

Data

{'content': 'αὐτόφι\n Epic gen. and dat. sg. and pl. of αὐτός Hom.; ἀπ. αὐτόφιν, παρʼ αὐτόφιν or -φι, from the very spot, Il.; ἐπʼ αὐτόφιν on the spot, Il.', 'key': 'au)to/fi'}