Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωνος
View word page
αὐτούργητος
αὐτούργητος From αὐτούργέω self-wrought, rudely wrought, Anth.
ShortDef
self-wrought, rudely wrought
Debugging
Headword:
αὐτούργητος
Headword (normalized):
αὐτούργητος
Headword (normalized/stripped):
αυτουργητος
IDX:
5677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5680
Key:
au)tou/rghtos
Data
{'content': 'αὐτούργητος\n From αὐτούργέω\n self-wrought, rudely wrought, Anth.', 'key': 'au)tou/rghtos'}