Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
View word page
αὐτουργέω
αὐτουργέω αὐτουργός to work with oneʼs own hand, Luc.
ShortDef
to work with one's own hand
Debugging
Headword:
αὐτουργέω
Headword (normalized):
αὐτουργέω
Headword (normalized/stripped):
αυτουργεω
IDX:
5676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5679
Key:
au)tourge/w
Data
{'content': 'αὐτουργέω\n αὐτουργός\n to work with oneʼs own hand, Luc.', 'key': 'au)tourge/w'}